- ἔμοιγε
- по крайней мере для меня
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
ἔμοιγε — ἐγώ I at least masc/fem dat 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'μοιγ' — ἔμοιγε , ἐγώ I at least masc/fem dat 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'μοιγε — ἔμοιγε , ἐγώ I at least masc/fem dat 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἄμοιγ' — ἔμοιγε , ἐγώ I at least masc/fem dat 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἄμοιγε — ἔμοιγε , ἐγώ I at least masc/fem dat 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔμοιγ' — ἔμοιγε , ἐγώ I at least masc/fem dat 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμα — (Α ἅμα) Ι. (ως επίρρημα) (παροιμιώδης φράση) «ἅμ’ ἔπος ἅμ’ ἔργον», πάραυτα, αμέσως, παρευθύς, στη στιγμή και νεώτ. «εν τω άμα» και «ἐν τῷ ἅμα καὶ τό θάμα» αρχ. (κυρίως με άμεση αναφορά σε χρόνο) 1. αμέσως, συγχρόνως 2. με την ίδια σημασία… … Dictionary of Greek
κατακλώ — κατακλῶ, άω (Α) 1. σπάζω απότομα κάτι («τὰ δόρατα κατέκλων», Ηρόδ.) 2. καταθλίβω, κατασυντρίβω («ἔμοιγε κατεκλάσθη... ἧτορ», Ομ. Οδ.) 3. καθιστώ κάποιον μαλθακό 4. παθ. κατακλῶμαι, άομαι α) καταβάλλομαι από τον πυρετό («ὄμματα κατακεκλασμένα»,… … Dictionary of Greek
κουρεακός — κουρεακός, ή, όν (Α) [κουρεύς] όμοιος με κουρέα, φλύαρος, πολυλογάς σαν κουρέας («οὐ γὰρ ἱστορίας ἀλλά κουρεακῆς καὶ πανδήμου λαλιᾱς ἔμοιγε δοκοῡσι τάξιν ἔχειν», Πολ.) … Dictionary of Greek
λαιμός — (Ανατ.). Το κυλινδρικό τμήμα του ανθρώπινου σώματος που ενώνει το κεφάλι με τον θώρακα. Ο σκελετός του αποτελείται από τους αυχενικούς σπονδύλους. Περιλαμβάνει πολλούς μυς και σημαντικές ανατομικές δομές, όπως τον λάρυγγα, το άνω μέρος της… … Dictionary of Greek
φανητίας — ὁ, Α αυτός που αρέσκεται στην επίδειξη, φαντασμένος («ὑπερήφανος δ ἔμοιγε καὶ φανητίας», Γρηγ. Ναζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φανητιῶ «επιθυμώ να επιδειχθώ» + επίθημα ίας (πρβλ. πασχητιῶ: πασχητ ίας)] … Dictionary of Greek